- οδοκαθαριστής
- ουπάλληλος δήμου ή κοινότητας για τον καθαρισμό τών δρόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα 'Αστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδοκαθαριστής — ο καθαριστής των δρόμων, υπάλληλος του Δήμου ή της Κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπρολόγος — ο (Α κοπρολόγος, ον) νεοελλ. 1. βωμολόχος, αισχρολόγος 2. αυτός που γράφει κακοήθη αναγνώσματα ή έργα αισχρού περιεχομένου αρχ. 1. αυτός που μαζεύει την κοπριά 2. οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης 3. βρόμικος, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) +… … Dictionary of Greek
κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… … Dictionary of Greek
σκουπιδιάρης — ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
φροκαλητής — ο, θηλ. φροκαλήτρα, Ν [φροκαλώ] οδοκαθαριστής … Dictionary of Greek